- οὐδαμόθεν
- οὐδαμόθενfrom no placeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουδαμόθεν — (Α οὐδαμόθεν) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδαμό θεν)] … Dictionary of Greek
άλλοθεν — ἄλλοθεν επίρρ. (Α) 1. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία 3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο «ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος «ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο… … Dictionary of Greek
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
ՈՒՍՏԵՔ — ( ) NBH 2 0556 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c մ. ա. Նոյն ընդ վ. (=ՈՒՍՏԵՄՆ). ποθέν aliunde, ab aliquo, ex quodam (loco, homine) եւն). (որպէս ուստ ոք, կամ իք. յուստ իմեքէ. ի տեղւոջէ իմեմնէ.) *Յորժամ հայր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)